-
1 ἐντελής
A complete, full,τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ Ar.Eq. 1367
, cf. Th.8.45; δώσειν ἐ. τὴν δραχμήν ib.29; τροφὴν ἐ. δοῦναι ib.78;δεῖπνον ἐ. καὶ μηδὲν ἐλλιπές Euang.1.2
(but τὸ ἐ. ὀνομαζόμενον δεῖπνον the last course, Luc.Symp. 38); ἵν' ἐ. ὦσι [οἱ λόγοι] Phld.Herc.1251.13; opp. ἐλλιπής, A.D. Synt.38.9, al.: [comp] Sup.-έστατος, βάσανος Ael.Tact.21.3
; ἐντελὲς τρίγωνον <*> Luc.Vit.Auct.4.2 of victims, perfect, unblemished,δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων βοῦς S.Tr. 760
, cf. Luc.Sacr.12.3 of military equipment, in good condition, Th.6.45;τριήρεις Aeschin.2.175
.4 of men, οὐ γὰρ ἐντελὴς.. προσφέρειν full-grown so as to offer, A.Ch. 250;ἐ. τὴν ἡλικίαν Ael.NA3.40
; finished, accomplished,ἐ. καὶ ἔνδοξοι Artem.2.35
, cf.Sch.Hes.Th. 242; alsoἐντελῆ τὴν ἀνδρείαν εἰσφέρονται Onos.4.2
: [comp] Comp.- έστερος Hsch.
: [comp] Sup., Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντελής
См. также в других словарях:
εντελής — ές (AM ἐντελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω ντελῆ», Αριστοφ.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος μσν. φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος αρχ. 1. (για άνθρ.) ο τέλεια… … Dictionary of Greek